- σκολίωση
- (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα- τα τελευταία, που είναι και συχνότερα, είναι επακόλουθο νοσημάτων των οστών (φυματίωση ή νόσος του Ποτ, οστεομυελίτιδα, οστεομαλακία), νοσημάτων των αρθρώσεων των σπόνδυλων, παθήσεων των μυών που βρίσκονται κοντά στη σπονδυλική στήλη, όπως μπορεί να συμβεί στην πολιομυελίτιδα. Τέλος, υπάρχουν οι συχνότερες και ελαφρότερες σ. της εφηβικής ηλικίας, που οφείλονται σε διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ απαιτήσεων φόρτωσης βάρους της σπονδυλικής στήλης και πραγματικών ικανοτήτων αντοχής της, που βρίσκεται μειωμένη από ελαττωματική κατασκευή λόγω ραχιτισμού, μυϊκής υποτροφίας, ισχνότητας και επίμονης αδυναμίας, αλλοιώσεων της ενδοκρινικής ισορροπίας.
Η σ. μπορεί να αφορά ένα ή περισσότερα τμήματα της σπονδυλικής στήλης (αυχενικό, θωρακικό, οσφυϊκό, ιερό) με ποικίλης βαρύτητας αισθητικές και λειτουργικές βλάβες. Η έναρξη είναι ύπουλη. Η κλινική διάγνωση στα αρχικά στάδια μπορεί να είναι δύσκολη· πάντα είναι αποφασιστική για τη διάγνωση η ακτινολογική· εξέταση.
Η θεραπεία, που στις αρχικές μορφές βασίζεται σε ειδική γυμναστική και στην άσκηση, γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη στις παραμελημένες και έντονα παραμορφωτικές καταστάσεις. Μπορεί να απαιτηθεί η χρησιμοποίηση ημιάκαμπτων κορσέδων ή και τελείως άκαμπτων από γύψο· είναι δυνατή επίσης η χειρουργική επέμβαση προς αποκατάσταση της παραμόρφωσης.
* * *η / σκολίωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [σκολιῶ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκολιώ, στράβωμα, κύρτωση2. η κατάσταση τού σκόλιου1. νεοελλ. ιατρ. μόνιμη πλάγια παρέκκλιση τής σπονδυλικής στήλης, που συνοδεύεται από περιστροφή τών σπονδύλων γύρω από τον εαυτό τους, άγνωστης αιτιολογίας στις περισσότερες περιπτώσεις («ιδιοπαθής σκολίωση»)2. φρ. α) «οργανική σκολίωση»ιατρ. η παθολογική μόνιμη σκολίωση, που αποτελεί δυσμορφίαβ) «λειτουργική σκολίωση» — πρόσκαιρη κάμψη τής σπονδυλικης στήλης, όταν αυτή υφίσταται επιβάρυνση.
Dictionary of Greek. 2013.